- αλάτρευτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν λατρεύεται ή δεν έχει λατρευτεί2. που δεν βρίσκει στοργή ή που δεν τήν αξίζει3. που δεν τού έγινε η κατάλληλη περιποίηση ή λάτρα4. αχρησιμοποίητος, αμεταχείριστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λατρευτός < λατρεύω].
Dictionary of Greek. 2013.